κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κουφόλιθος — Ορυκτό πολυπυριτικό άλας της ομάδας του ζωισίτου και του επιδότου, με χημικό τύπο H2Ca2Al2Si3O12. Κρυσταλλώνεται στην ημιμορφή του ρομβικού συστήματος, σε κρυστάλλους φακοειδείς ή πρισματικούς και βρίσκεται σε κελυφοειδή, νεφροειδή ή σφαιροειδή… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… … Dictionary of Greek
μηδική — (Medicago). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για πόες, που μοιάζουν στο τριφύλλι, και φέρουν μικρά άνθη και τρίφυλλα σύνθετα φύλλα. Κυριότερος εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Medicago sativa, γνωστό ως ήμερο… … Dictionary of Greek
στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… … Dictionary of Greek
στραμώνιο — Κοινό όνομα του φυτού δατούρα η στραμώνιος της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Ετήσια πόα, κατάγεται από τις περιοχές, τις γύρω από την Κασπία θάλασσα, αλλά το βρίσκουμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ακαλλιέργητους και πετρώδεις τόπους.… … Dictionary of Greek
σφαιροσιδηρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) παραλλαγή τού σιδηρίτη η οποία απαντά σε σφαιροειδή ή νεφροειδή συσσωματώματα με ακτινωτή διάταξη τών κρυστάλλων που αποτελούν αυτά τα συσσωματώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphaerosiderite (< σφαίρα + σιδηρίτης*). Η… … Dictionary of Greek